Ο Freud το 1910, είναι ο πρώτος που περιέγραψε τον «ναρκισσισμό» ως έναν τύπο παθολογίας (Grunberger, 1990). Ο Freud χρησιμοποιούσε συχνά αρχαίους ελληνικούς μύθους για να περιγράψει ψυχολογικά φαινόμενα, ένας από αυτούς είναι και ο μύθος του Νάρκισσου. Ο ίδιος ο μύθος περιγράφει με ακρίβεια εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δομή της ναρκισσιστικής προσωπικότητας. Το άτομο δεν αντιλαμβάνεται τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό του. Κάθε πηγή ηδονής έχει ως αφετηρία το ίδιο και οι σχέσεις που δημιουργεί βασίζονται στην επικύρωσή του από τους άλλους. Επιπλέον, παρουσιάζει την έννοια της ταύτισης με το αντικείμενο (καθρέφτισμα), τον έρωτα του εαυτού του μέσα από το αντικείμενο, την απάρνηση της απώλειας του αντικειμένου της αγάπης του και τη διαδικασία του πένθους (Βασλαματζής, 1996). Αργότερα στην έννοια του «ναρκισσισμού» συμπεριλήφθηκαν και οι έννοιες της φιλαρέσκειας και του αυτοθαυμασμού. Η πιο σύντομη και σύγχρονη περιγραφή του ναρκισσισμού είναι η εξής: «τα άτομα των οποίων η δομή της προσωπικότητάς τους επιβάλλει να αντλούν επιβεβαίωση από τους παράγοντες έξω από τον εαυτό τους.» (McWilliams, 2000).

Οπαδοί τις κοινωνικής θεωρίας υποστηρίζουν πως τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής συμβάλουν ενισχυτικά στο ναρκισσισμό των ατόμων (McWilliams, 2000). Ο σύγχρονος κόσμος μεταβάλλεται με γρήγορους ρυθμούς, «τα μέσα εκμεταλλεύονται τις ανασφάλειες μας και τρέφουν τη ματαιοδοξία και την απληστία μας», ο υλισμός αποτελεί κυρίαρχη και ανώτερη αξία σε βαθμό που οι εσωτερικές νόρμες των ατόμων να καθίστανται ανίσχυρες (McWilliams, 2000). Στις μαζικές κοινωνίες η πρώτη και γρήγορη εντύπωση που προκαλεί το άτομο στους άλλους είναι πιο επιτακτική απ’ ότι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του (McWilliams, 2000), για τα οποία ο άλλος χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να τα ανακαλύψει και να τα εκτιμήσει. Ο Alfred Adler, θεμελιωτής της Ατομικής Ψυχολογίας, τονίζει ότι η σημερινή κοινωνική ατμόσφαιρα εντείνει τον ατομικισμό και αυτό φαίνεται μέσα από την υπέρμετρη φιλοδοξία και ματαιοδοξία που χαρακτηρίζει το «ξεχωριστό άτομο», το οποίο διατηρεί την αυτοεκτίμησή του μόνο όταν είναι «κάτι παραπάνω από τους άλλους» (Rattner, 1970).  Σύμφωνα με τον Davin M. Levin, ο ναρκισσισμός ορίζεται με τον τρόπο που λειτουργεί ένας καθρέφτης, δηλαδή, η κοινωνία λειτουργεί ως προβολή των επιθυμιών, αλλά και των φόβων μας (Levin, 1987). Το περιβάλλον των δυτικών κοινωνιών ενισχύει, εξελίσσει και αναπτύσσει την ναρκισσιστική προσωπικότητα, εφόσον ανταμείβει την ικανότητα του χειρισμού των άλλων, ενώ ταυτόχρονα αποδοκιμάζει τις πιο στενές προσωπικές σχέσεις που διέπονται από το αίσθημα της οικειότητας και της ειλικρινής φροντίδας (Levin, 1987). Ο ιστορικός Robert Christopher Lasch καταλήγει πως όλα αυτά αποτελούν συνέπεια και συμβαδίζουν με μια βαθιά αίσθηση κενότητας που βιώνεται σε τέτοιες κοινωνίες από τα υποκείμενα που αποτελούν μέρος αυτών των κοινωνιών, ενω η  εγωκεντρικότητα, ως πτυχή του ναρκισσισμού, αποτελεί τον πυρήνα του εσωτερικού υποβαθμισμού και της αναζήτησης του εαυτού (Levin, 1987). Επιπλέον το κύριο χαρακτηριστικό των ναρκισσιστικών προσωπικοτήτων είναι η μεγαλοπρέπεια, η αίσθηση σε υπερβολικό βαθμό ότι ο εαυτός τους βρίσκεται στο επίκεντρο των πάντων (Levin, 1987). Εκτός όμως από αυτό τους διακρίνει μια αξιοπρόσεχτη απουσία ενδιαφέροντος και ενσυναίσθησης για τους άλλους, παρά το γεγονός ότι έχουν τη σφοδρή επιθυμία να αποκτήσουν το θαυμασμό και την επιδοκιμασία από τα άτομα γύρω τους (Levin, 1987).

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στη διαμόρφωση της δομής της προσωπικότητας του ατόμου, εκτός από τις αλληλεπιδράσεις και τις σχέσεις του με τους γονείς, στη διάρκεια της παιδικής ηλικία κάθε ατόμου, οι αλληλεπιδράσεις του με την κοινωνία καθώς μεγαλώνει, αλλά και των απαιτήσεων της από το άτομο.

Τα βασικά συναισθήματα που συνδέονται με την ιδιοσυγκρασία της ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι η ντροπή και ο φθόνος. Η κλινική βιβλιογραφία επισημαίνει ότι οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες φοβούνται ότι θα ντροπιαστούν μπροστά σε άλλα άτομα (McWilliams, 2000).  Με το συναίσθημα της ντροπής το άτομο έχει την αίσθηση ότι οι άλλοι γύρω του, το αντιλαμβάνονται “ως κακό ή ότι έχει σφάλει” (McWilliams, 2000). Με τον όρο ντροπή δηλώνεται η έννοια «του αβοήθητου, της ασχήμιας και της ανικανότητας.» (McWilliams, 2000). Το συναίσθημα του φθόνου έρχεται να συμπληρώσει το συναίσθημα της ντροπής που νιώθει το άτομο με τον εξής τρόπο: το άτομο πιστεύει μέσα του ότι είναι ανίκανο ή ελλιπές και πως η ανεπάρκειά του θα αποκαλυφθεί με κάποιον τρόπο από τους άλλους. Αυτή η αντίληψη έχει ως πιθανό αποτέλεσμα να φθονεί αυτόν ή αυτούς που είτε θεωρεί ότι έχουν όσα αυτό δεν έχει, είτε αυτόν ή αυτούς που έχουν πλεονεκτήματα που θα αντιστάθμιζαν τις δικές του ελλείψεις. Επίσης, ο φθόνος μπορεί να εμπεριέχει και το χαρακτηριστικό της επικριτικής διάθεσης τόσο προς τον εαυτό, όσο και προς τους άλλους και σύμφωνα με τα παραπάνω, πολύ πιθανό το ναρκισσιστικό άτομο να προσπαθήσει με κάποιον τρόπο να καταστρέψει όσα έχουν οι άλλοι «περιφρονώντας ή κατακρίνοντας αυτά τα αγαθά.» (McWilliams, 2000).  

Για τα άτομα με ναρκισσιστική προσωπικότητα το αίσθημα της παντογνωσίας και του ελέγχου των όσων συμβαίνουν γύρω τους και «μέσα» στους άλλους και τους αφορά αποτελεί σημαντικό στοιχείο. Για το λόγο  ότι οι ναρκισσιστικοί ασθενείς αντιλαμβάνονται τον άλλον ως ξεχωριστό υποκείμενο, ξένο απο τον εαυτό τους,  επιτίθονται σε κάθε είδος αυθεντικό και ειλικρινή δεσμό μαζί του(West, 2004). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως με αυτόν τον επιθετικό τρόπο, το άτομο προβάλει ισχυρά την ανάγκη του να αποφύγει κάθε ανησυχία χωρισμού, εξάρτησης ή θαυμασμού και την επακόλουθη αίσθηση της έλλειψης, του θυμού, του φθόνου κ.α. (West, 2004). Παρ΄ όλη αυτή την προσπάθεια, η κατάσταση αυτή εδραιώνει, εν αγνοία του, το άγχος της καταδίωξης, την κλειστοφοβία, τους πανικούς και άλλα παρόμοια (West, 2004). Γίνεται πλέον φανερή η εκδήλωση της επιθετικότητας από την πλευρά του ασθενή, και κατανοείται ως ένα βαθμό η αποφυγή στενών σχέσεων με τα αντικείμενα και η αντιμετώπισή τους ως ξένα, αφού οι επιπτώσεις που υπάρχουν σε μια δυστονική, προς τις επιθυμίες και ανάγκες του ναρκισσιστικού ατόμου για έλεγχο και παντοδυναμία, κατάσταση αποδεικνύονται ιδιαίτερα  δυσάρεστες γι’ αυτό.

  Για το συναίσθημα της επιθετικότητας που βιώνεται από το ναρκισσιστικό άτομο έχει κάνει λόγο και ο Kohut, W. Η ναρκισσιστική οργή, γράφει ο Kohut, είναι παράγωγο της αδυναμίας του εαυτού, δηλαδή της  απόγνωσης με την οποία η εξωτερική επιβεβαίωση έχει σαν αποτέλεσμα τον ψυχικό θυμό του παιδαριώδη ενήλικα, όταν αυτή δεν αποκτάται. Κάθε αληθινό ή φανταστικό εμπόδιο στην προσπάθεια για τον έλεγχο των πάντων βιώνεται από την αυτοεκτίμηση  ως καταστροφικό (Kohut, 1971). Η ναρκισσιστική οργή ίσως να αντιμετωπίζεται σαν μια πρωτόγονη άμυνα ενάντια στην αναγνώριση των ορίων του εαυτού σαν ένα διαχωρισμένο, ατελές ον σε έναν κόσμο ατελών ανθρώπων (Kohut, 1971). Η ακεραιότητα των συναισθημάτων έχει εξασθενίσει λόγω ότι έχουν τεθεί στην υπηρεσία της εικόνας του εαυτού, όπου κάποτε ίσως να υπήρχε αγανάκτηση ή δικαιολογημένος θυμός, τώρα υπάρχει παιδαριώδης θυμός, όπου υπήρχε λύπη, στη θέση της είναι τώρα η οργή.  Πέρα από την επιθετικότητα ως ίδιον της συγκεκριμένης προσωπικότητας, τα ναρκισσιστικά άτομα προσπαθούν, δια μέσου κυριαρχίας, να επιβάλλουν στον άλλον την υποταγή. Έναν ρυθμιστικό ρόλο, κρατώντας το πιο ευάλωτο τμήμα του ασθενή δέσμιο και εμποδίζοντάς το να ζήσει,  αλλά έχει σκοπό να αποτρέψει την εύθραυστη προσωπικότητα του ναρκισσιστή να ξανατραυματιστεί είναι η έκφραση «ποτέ ξανά!», που δηλώνει πολύ απλά ότι ποτέ ξανά δε θα διακινδυνεύσει να βιώσει το άγχος της εκμηδένισης με την επέκταση του σε συναισθηματικά πεδία και να κατατροπωθεί από ντροπή (West, 2004).

Οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες εκδηλώνουν το αίσθημα της ματαιοδοξίας και αντιδρούν με ψυχρότητα, κλείσιμο στον εαυτό τους, έντονη επιθετικότητα και δυσθυμία όταν πληγωθεί με οποιονδήποτε τρόπο αυτή η ματαιοδοξία (Reich, 1981).  Ακόμα, αν και η ναρκισσιστική τους διάθεση εκδηλώνεται με έντονη «αυτοπεποίθηση, με σκέψη και αξιοπρέπεια» η βάση του χαρακτήρα τους έχει έναν παιδικό τρόπο συμπεριφοράς (Reich, 1981).  Ο νάρκισσος,  δημιουργεί ένα σύμπαν που είναι κλεισμένο με όρους τις ανάγκες του και ανοιχτό με όρους τις δυνατότητές του (Grunberger, 1990). Γίνεται ένα με τον κόσμο, αγνοώντας αντικείμενα, όπως ακριβώς αγνοεί τη θέση του ως αντικείμενο και άρα τα όριά του.

Η ναρκισσιστική προσπάθεια στρέφεται όλο και πιο εύκολα προς το απόλυτο, το χωρίς όριο, δεδομένου ότι καμία πραγματικότητα δεν μπορεί να του σταθεί εμπόδιο και η ναρκισσιστική επιτυχία συνοδεύεται από το συναίσθημα του ενθουσιασμού που είναι ιδιαίτερα ευχάριστο γιατί είναι χωρίς συγκρούσεις, και κυρίως χωρίς ενοχή (Grunberger, 1990). 

Στην φυσιολογική ερωτική ζωή όταν αγαπιέται κάποιος η αυτοπεποίθησή του είναι αυξημένη, ενώ όταν δεν αγαπιέται μειωμένη (Freud,1991). Στις περιπτώσεις των ναρκισσιστικών προσωπικοτήτων που ο στόχος και η ικανοποίηση τους στην επιλογή του αντικειμένου είναι να αγαπηθεί από έναν άλλον άνθρωπο. Στις ναρκισσιστικές προσωπικότητες παρατηρούμε ότι η ερωτική επένδυση των αντικειμένων δεν αυξάνει την αυτοπεποίθηση, αντιθέτως, η εξάρτηση από το αγαπημένο αντικείμενο έχει μειωτικά αποτελέσματα, οι προσωπικότητες αυτού του παθολογικού τύπου θεωρούν ότι οποίος είναι ερωτευμένος, είναι ταπεινός, «μικρός» (Freud,1991). Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Bromberg, η ναρκισσιστική προσωπικότητά τοποθετείται «ανάμεσα στον καθρέπτη και τη μάσκα» (Levin, 1987). Υποδεικνύοντας, από τη μία πλευρά, τον αυτοθαυμασμό στον καθρέπτη, και από την άλλη πλευρά, την άσκηση ελέγχου πάνω στους άλλους (Levin, 1987). Αυτά είναι τα έμφυτα χαρακτηριστικά που δομούν τις σχέσεις των ναρκισσιστικών ατόμων και αποτελούν την πηγή του εκνευρισμού που προκαλούν στους άλλους (Lasch, 1978). 

Προσπαθώντας να μεταφράσουμε τα ναρκισσιστικά άτομα, θα καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται για μεγαλομανείς προσωπικότητες ή με υπερβολική αυτοπεποίθηση άτομα, αλλά πρόκειται για άτομα με αίσθηση κενότητας και ευθραυστότητας, για άτομα που ο εαυτός τους βρίσκεται πάντα κοντά στον κίνδυνο «της διάλυσης και του θανάτου» (Lash, 1978).     

 

Βιβλιογραφία 

 

Βαλσαματζής, Γ. (1996): «Το αντικείμενο του ναρκισσισμού : Μύθος και κλινική ψυχαναλυτική θεωρία». Εκδόσεις: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν, Αθήνα. 

Balint, M. (1968): «The basic fault: Therapeutic aspects of regression» . Tavistock Publications, London.

Freud, S. (1991) : «Ναρκισσισμός, μαζοχισμός, φετιχισμός» . Εκδόσεις : Επίκουρος, Αθήνα.

Grunberger, B. (1990): «Narcissism: Psychoanalytic Essays». Intenational University Press, Inc.

Kernberg, F.O. (1987): «Internal world and external reality». Jason Aronso Inc., USA: New Jersey.

Kohut, H. (1971): «Τhe analysis of the self».  International University Press.

Lasch, C. (1978): «The culture of narcissism: American life in an age of  diminishing expectations». Norton Inc., USA:Νew York.

Levin, M.D. (1987): «Pathologies of the morden self: Postmodern studies on Narcissism, Schizophrenia and Depression». New York University Press.

McWilliams, N. (2000): «Ψυχαναλυτική Διάγνωση». Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

Rattner, J. (1970): «Ατομική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη θεωρία της ψυχολογίας του βάθους του Αλφρεντ Αντλερ». Εκδόσεις: ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, Αθήνα.

Reich, W. (1981): «Η ανάλυση του χαρακτήρα. Η θεωρία της διαμόρφωσης χαρακτήρα». Εκδόσεις: Καστανιώτη, Αθήνα

West, M (2004): «Identity, narcissism and emotional core» . Journal of Analytical Psychology, vol.49, March 2004, page 521-551.